χρειγιά

χρειγιά
η, Ν
(διαλ. τ.)
1. χρειασίδι
2. αγγείο, δοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρειά, με ανάπτυξη -j- μετά από τη συνίζηση τού φωνηεντικού συμπλέγματος -ια- (πρβλ. γιατρός: ιατρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”